pellain

Πως και από ποιους φτιάχνονται τα μέτριας ποιότητας ελληνικά κόκκινα κρασιά


Τον μήνα που μας πέρασε (Σεπτέμβριος 2021) το οινόφιλο κοινό βρέθηκε αντιμέτωπο για νιοστή φορά με την αναπαραγωγή της ευρύτατα διαδεδομένης θέσης, που ισχυρίζεται ότι τα ελληνικά κόκκινα κρασιά δεν μπορούν να υπερκεράσουν ποιοτικά τη μετριότητα. Σε αντιδιαστολή με τα αντίστοιχα των αναπτυγμένων οινικά χωρών της Δύσης, τα οποία εκτός από υψηλές τιμές αγγίζουν ποιοτικά και την τελειότητα.

Πολλοί θα ισχυριστούν πως εδώ επιχειρείται μια λογική λαθροχειρία, καθώς φαίνεται ότι εσκεμμένα ΄΄τσουβαλιάζονται΄΄ όλα τα ελληνικά ερυθρά κρασιά έτσι ώστε να κατηγορηθούν πρόσωπα και να σπιλωθούν συνειδήσεις. Αλλά ματαιοπονούν, καθώς το κατηγορούμενο ΄΄τσουβάλιασμα΄΄ εμπεριέχεται σε κάθε γενική δήλωση περί μετριότητας των κόκκινων κρασιών της χώρας ακόμα και αν σε αυτή περιλαμβάνονται και εξαιρέσεις. Όπως κάθε κανόνας έτσι λοιπόν και στο ‘’τσουβάλιασμα’’ θα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις που θα το επιβεβαιώνουν.

Για να τεθεί πιο επεξηγηματικά και να γίνει πιο κατανοητό, ας γίνει η χρήση της επιστήμης της Χημείας και του νόμου της αραίωσης. Κάθε φορά που στον ισχυρισμό περί μετρίων ελληνικών κόκκινων κρασιών προστίθενται και κάποιες εξαιρέσεις, είναι σα να προσθέτει κάποιος σταγόνες Merlot σε ένα βαρέλι με Cabernet Sauvignon περιμένοντας ότι θα αλλάξει η γεύση ριζικά. Όμως προς αποκατάσταση των όποιων ενστάσεων, θα ακολουθήσει η ανάλυση του πώς και από ποιους φτιάχνονται τα ελληνικά κόκκινα κρασιά μέτριας ποιότητας.

Πώς φτιάχνονται τα μέτριας ποιότητας ελληνικά κόκκινα κρασιά;

Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον τρόπο που φτιάχνεται ένα κρασί και ο πρώτος από αυτούς είναι το κλίμα. Η συστηματοποίηση της μελέτης του κρασιού και η συνεχής εκπαίδευση έχουν αποδείξει ότι το κλίμα της χώρας μας δεν βοηθάει πολύ, τόσο τα αμπέλια όσο και τους οινοποιούς, να παράγουν κάτι περισσότερο από μέτριας ποιότητας κόκκινα κρασιά. Δεν βοηθάει γιατί απλούστατα δεν μοιάζει με αυτό της Βουργουνδίας, της Τοσκάνης και της Βόρεια Καλιφόρνιας όπου και παράγονται κόκκινα κρασιά εξαιρετικής και υψηλής ποιότητας.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι τα σταφύλια τα ίδια, είτε αυτά προέρχονται από γηγενείς ποικιλίες είτε από ξενικές. Για τις γηγενείς ποικιλίες είναι αυταπόδεικτο ότι δεν είναι δυνατόν εκείνες που ξεκίνησαν να δουλεύονται συστηματικά τα τελευταία 40 χρόνια να συγκριθούν με τις διάσημες γαλλικές, που διαθέτουν παγκόσμια βιβλιογραφία και συσσωρευμένη εμπειρία παγκοσμίως 150 ετών. Όσο για τις ξενικές ισχύει αυτό που διατυπώθηκε πριν για το κλίμα, το καυτό ελληνικό καλοκαίρι δεν τις βοηθάει να ξεδιπλώσουν το πλήρες των δυνατοτήτων τους.

Ποιοι φτιάχνουν τα μέτριας ποιότητας ελληνικά κόκκινα κρασιά;

Αυτός ο παράγοντας είναι και ο πιο καθοριστικός σε σχέση με τους δύο προηγούμενους, καθώς χωρίς την συμβολή του δεν θα υπήρχε κρασί παρά κακής ποιότητας ξύδι. Όμως δεν σημαίνει ότι αυτός ο παράγοντας είναι μονοσήμαντος ή χωρίς διαφοροποιήσεις, με τους οινοποιούς και τους οινολόγους να διακρίνονται σε βετεράνους, έμπειρους και νέους. Προφανώς η διαφοροποίηση δεν αντιστοιχεί απαραίτητα σε ηλικιακά κριτήρια.

Διάσπαρτοι σε όλη τη χώρα, από άκρη σε άκρη, υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν να ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοποίηση. Αντί να βρίσκονται στις πόλεις στον τομέα των υπηρεσιών, να αναρωτιούνται κολλημένοι στην κίνηση «πού πάνε όλοι αυτοί, γιατί δεν πάνε στα χωριά τους;». Δραστηριοποιούνται λοιπόν σε περιοχές όπου συχνά η έλλειψη εργατικών χεριών μπορεί να αγγίζει τα όρια της μάστιγας, ενάντια στην τοπική γραφειοκρατία αλλά και την επαρχιώτικη νοοτροπία «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».  Φιλοδοξώντας να αποτελέσουν έναν πυρήνα ανάπτυξης του σύγχρονου οινικού πολιτισμού, που θα συμβάλλει στην ποιοτική ανάπτυξη τόσο του τόπου τους όσο και της τοπικής γαστρονομίας.

Με τους νεότερους από αυτούς – την τελευταία δεκαετία τα οινοποιεία από 650 ξεπέρασαν τα 1200 – να εισέρχονται σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό και επηρεάστηκε σημαντικά από τις συνεχόμενες καραντίνες. Αξίζει να γίνει μια αναφορά ότι στο ίδιο διάστημα, ο δανεισμός από τις τράπεζες εκτός από δύσκολος ήταν και αρκετά ακριβός, γεγονός που δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής. Γίνεται εμφανές ότι αν δεν πρόκειται για ιδανικούς αυτόχειρες, τότε σίγουρα αναφερόμαστε σε παλαβούς.


Συνοψίζοντας

 

Επανερχόμενοι στην αρχή του κειμένου και το ερώτημα αν τα ελληνικά κόκκινα κρασιά μπορούν να υπερβούν την μετριότητα πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση. Στα social media μια δήλωση που κοινοποιείται ευρέως, δεν φέρει την ίδια βαρύτητα στο «ντουβάρι» ενός επαγγελματία και σε αυτό ενός καταναλωτή.  Ο τελευταίος επιλέγει το κρασί που θα πιεί βάσει των κριτηρίων που ο ίδιος θέτει, έτσι θα μπορούσε να επιλέξει ένα εισαγόμενο κόκκινο κρασί με τον ίδιο τρόπο που επιλέγει να αγοράσει mozzarella αντί φέτας για παράδειγμα.

 

Όμως το ίδιο δεν ισχύει για έναν επαγγελματία που μπορεί να έχει πουλήσει ή κουβαλήσει ελληνικό κόκκινο κρασί. Γιατί σε σχέση με τον καταναλωτή, ο επαγγελματίας  δεν είναι σίγουρο ότι έχει εξοφλήσει το ποσό που αντιστοιχεί στην εκάστοτε φιάλη που ελαφρά τη καρδία απορρίπτει ως μέτριας ποιότητας.

 

Εν κατακλείδι, καλό θα είναι να διατηρούμε υπόψη μας ότι μια θέση δεν μπορεί ως λόγο ύπαρξης να έχει την αντίθεση της σε μια άλλη θέση. Πιο συγκεκριμένα, ακόμα και αν κάποιος διαφωνεί με την εξίσου διαδεδομένη δοξασία ότι στην Ελλάδα έχουμε τα καλύτερα κρασιά του κόσμου, δεν σημαίνει ότι αν ισχυριστεί το αντίθετο τότε θα επανέλθει η κοσμική ισορροπία. Εκτός κι αν στο διαδικτυακό καφενείο μας αρκεί να κάνουμε λίγο ντόρο με μια βαρυσήμαντη δήλωση, για να ταράξουμε λίγο τα νερά και μετά να επιστρέψουμε σε αυτό που ξέρουμε, business as usual.

 

 

Κώστας Προβατάς Dip Wset

The Crunchy Grape

krasiagr.com

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη