pellain

Μάρκος Μπότσαρης: Από τις πιο αγνές μορφές του αγώνα

 

Ο Μάρκος Μπότσαρης (Σούλι Θεσπρωτίας1790 - Κεφαλόβρυσο, Ευρυτανίας, 9 Αυγούστου 1823) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών

Για τις συνολικές του υπηρεσίες και τη μεγάλη συνεισφορά του στον αγώνα, μετά θάνατον έλαβε τιμητικά το στρατιωτικό βαθμό του Στρατηγού.

Πρώτα χρόνια

Ήταν ο πέμπτος γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χριστίνας Παπαζώτου-Γιώτη. Ο πατέρας του, όπως και ο παππούς του Γιώργης Μπότσαρης, υπήρξαν από τις επιφανέστερες μορφές της περιοχής του Σουλίου στην Ήπειρο. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου (1803), πήγε στην υπό ρωσοοθωμανική προστασία Κέρκυρα μαζί και με άλλους Σουλιώτες, όπου αργότερα κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο σώμα των Σουλιωτών και άλλων Ηπειρωτών, Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, που συγκρότησαν οι Γάλλοι μετά τη δεύτερη γαλλική κατάληψη των Επτανήσων με τη Συνθήκη του Τιλσίτ, γινόμενος κατά κάποιες πληροφορίες και αξιωματικός (ταγματάρχης). Μετά την ήττα των Γάλλων από τους Άγγλους (1811) στη Λευκάδα, επέστρεψε στην Ήπειρο, όπου δολοφονήθηκε, κατ΄ εντολή του Αλή Πασά, ο πατέρας του το 1813. Το 1815 ο Αλή Πασάς τον διόρισε αρματολό με έδρα τον Κακόλακκο Πωγωνίου, στον παλιό πύργο του Κουρτ Πασά. Έμεινε στον Κακόλακκο έως το 1820, τότε δηλαδή που ο Αλής πολιορκήθηκε από τον Ισμαήλ Πασόμπεη.

Δράση του Μάρκου Μπότσαρη

Δράση στην Ήπειρο (1820-1821)

Ο Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τον θείο του, Νότη Μπότσαρη, αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, του Αλή Πασά, επειδή οι Σουλιώτες είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Βλέποντας ότι οι Οθωμανοί αθετούσαν την υπόσχεσή τους, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα στα τέλη Οκτωβρίου του 1820, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν τον Αλή Πασά στον αγώνα του εναντίον των στρατευμάτων του σουλτάνου, πράγμα που έγινε. Ο Μπότσαρης, επικεφαλής 300-350 ανδρών, εμφανίστηκε επί του όρους Σατοβέτζας, απέναντι από το σουλτανικό στρατόπεδο, και επιτέθηκε εναντίον των Οθωμανών (5 Δεκεμβρίου 1820).[4] Κατόπιν, κατέλαβε το φρούριο των Βαριάδων και οχυρώθηκε σε αυτό (7 Δεκεμβρίου 1820). Από εκεί, επικεφαλής 200 ιππέων, προσέβαλε μία σουλτανική εφοδιοπομπή στις Κομψάδες (22 Δεκεμβρίου 1820). Αμέσως μετά κατέλαβε τη θέση "Πέντε Πηγάδια", κόμβο ανάμεσα σε Άρτα και Ιωάννινα, όπου συνέτριψε μία δύναμη 5.000 Αλβανών που εστάλη εναντίον του. Τους επόμενους μήνες άρχισε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους και τους Αλβανούς, ώσπου το Μάρτιο του 1821 να έρθει στην Ήπειρο ο Χριστόφορος Περραιβός και να ενημερώσει τους Σουλιώτες για την επικείμενη επανάσταση.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, νίκησε τους Οθωμανούς στη Βογόρτσα και στα Δερβίζιανα, όπου εξόντωσε ένα ισχυρό μισθοφορικό σώμα με ένα απίστευτο τέχνασμα. Καταλήφθηκαν τα Λέλοβα, ο Κάντζας και το παραθαλάσσιο φρούριο της Ρηνιάσσας (μεσαιωνικό κάστρο κοντά στο σημερινό χωριό Ριζά Πρεβέζης, Ρηνιάσσα ήταν η παλαιότερη ονομασία του σημερινού χωριού Ριζά)
 Στις αρχές Μαΐου απειλήθηκε και η ίδια η Πρέβεζα. Στη συνέχεια, επιτέθηκε με 600 πολεμιστές σε 2.000 γενίτσαρους που στάθμευαν στη Δραμεσού, κατέλαβε την Κοσμηρά, 13 χλμ. μακριά από τα Ιωάννινα, και νίκησε τον Ισμαήλ Πασά Πλιάσα στο μοναστήρι της Ραψίστας. 
Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στους Βαριάδες (14 Ιουλίου 1821), όπου εκδίωξε τους Οθωμανούς από το φρούριο που μόλις είχαν ανακαταλάβει, και στην Πλάκα (17 Ιουλίου 1821), όπου χάρη στην αποφασιστικότητά του και την ορμητική του επίθεση με 125 άντρες, στοίχισε στους Οθωμανούς πάνω από 200 νεκρούς. Ένα μήνα αργότερα διέλυσε τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις στις Κομψάδες και συμμετείχε στην πολιορκία της Άρτας, η οποία άρχισε στις 12 Νοεμβρίου και τέλειωσε άδοξα στις 4 Δεκεμβρίου 1821.

Μάχη του Πέτα και υπεράσπιση του Μεσολογγίου (1822)

Την άνοιξη του 1822 το Σούλι πολιορκήθηκε από τους Οθωμανούς και ο Μπότσαρης ζήτησε βοήθεια από τους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο, η οποία μετά την επιτυχία στο Κομπότι (10 Ιουνίου 1822), απέτυχε ολοσχερώς στις μάχες της Πλάκας (30 Ιουνίου - 1 Ιουλίου 1822) και του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), κι έτσι τους επόμενους μήνες το Σούλι παραδόθηκε. Βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρέσυρε τους Οθωμανούς σε "πλαστές" συνομιλίες (τις λεγόμενες "καπάκια") και έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις. Τα Χριστούγεννα υπερασπίστηκε με μόνο 35 άνδρες το τείχος της πόλης από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Τότε με παρέμβαση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου τού έδωσαν τον τίτλο του στρατηγού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών, κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα με το σπαθί του από τον πασά!". Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα.

Μάχη στο Κεφαλόβρυσο, ο θάνατός του και η κηδεία του (1823)

Το καλοκαίρι του 1823 προσπάθησε να ανακόψει το δρόμο στα οθωμανικά στρατεύματα που επέδραμαν προς τη δυτική Ρούμελη. Στις αρχές Ιουλίου ο Μουσταφα πασάς, επικεφαλής 15.000 επίλεκτων ανδρών, εξεστράτευσε εναντίον της Επανάστασης, και σύντομα κατέφθασαν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Σούλτζη Κόρτσα με τα πολυάριθμα στρατεύματά τους. Ο Μπότσαρης, τη νύχτα της 8-9 Αυγούστου, μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα και άλλους 450 Σουλιώτες, επιτέθηκε κατά της εμπροσθοφυλακής των εχθρών, που είχε στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στη μάχη που έμεινε γνωστή ως Μάχη του Κεφαλόβρυσου. Παρά τον αρχικώς ελαφρύ τραυματισμό του, συνέχισε να πολεμάει και κατάφερε να νικήσει τους Τουρκαλβανούς. Όμως μια εχθρική σφαίρα έπληξε το μάτι του. Ιστορικοί αναφέρουν πως τότε ο Μπότσαρης είπε πριν ξεψυχήσει: «Αδέλφια, με βάρεσαν». Εκείνη τη στιγμή, οι Σουλιώτες, αν και νικούσαν, διέκοψαν τον αγώνα για να παραλάβουν τον νεκρό αρχηγό τους και τα λάφυρα. Οι Σουλιώτες σκότωσαν εκατοντάδες εχθρούς χωρίς όμως να καταφέρουν να σταματήσουν την οθωμανική προέλαση. Μεταφέροντας το σώμα του Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι για να τον ενταφιάσουν, σταμάτησαν για λίγο στο νάρθηκα της Μονής Προυσσού, όπου ευρισκόταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατάκοιτος από ασθένεια. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας "Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω".
Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή που περιγράφει και ο Πουκεβίλ. Του θριάμβου προηγούνταν Οθωμανοί αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι αιχμαλωτισμένοι ίπποι των αξιωματικών με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμμένος με γαλάζια χλαμύδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών.
 Η κηδεία ξεκίνησε το απομεσήμερο, από το οίκημα του επάρχου Κωνσταντίνου Μεταξά, για να δειχθεί ότι τον κηδεύει το Έθνος.
 Η επικήδεια τελετή έγινε στο ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων της πόλης. Για το θάνατο του Μπότσαρη γράφηκαν πολλά έντεχνα ποιήματα και δημοτικά τραγούδια, ενώ φιλοτεχνήθηκαν και πίνακες ζωγραφικής. Μεταξύ των άλλων, ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε ποίημα όπου παρομοιάζει τη συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με τη συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα.

Μετά την ηρωική Έξοδο και την κατάληψη του Μεσολογγίου από τους Οθωμανούς, οι Τουρκαλβανοί άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη