pellain

Φαιά Σήψη του Κάστανου: Η νέα ασθένεια που απειλεί τους καστανεώνες


Η καλλιέργεια της καστανιάς είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα μας, έχει μακρά παράδοση και αποτελεί μια σημαντική πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους των ορεινών και ημιορεινών περιοχών. Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή κάστανου παρουσιάζει ανοδική πορεία και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα αγροδιατροφικά προϊόντα της χώρας μας. Μάλιστα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας (Food and Agricultural Organization of the United States-FAO) το 2018 η Ελλάδα αναρριχήθηκε στην έκτη (6η) θέση της παγκόσμιας κατάταξης στην παραγωγή νωπού κάστανου, με παραγωγή 35.230 τόνους.

Η ευρύτερη περιοχή της Πιερίας αποτελεί μια από τις σημαντικότερες καστανοπαραγωγικές περιοχές της χώρας μας, καθώς παράγονται εξαιρετικής ποιότητας κάστανα τα οποία διατίθενται στην εγχώρια αγορά, αλλά και στις καλύτερες αγορές του εξωτερικού. Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή κάστανου στην περιοχή παρουσιάζει σημαντική άνοδο, με περίπου 6.500 χιλιάδες στρέμματα καλλιέργειας σε παλιές και νέες φυτείες και ετήσια παραγωγή κάστανου που φτάνει περίπου τους 1.000 τόνους στα γνωστά καστανοχώρια του Ολύμπου (Σκοτίνα, Παντελεήμωνα, Πόρο κ.α.) και 150-160 τόνους στην περιοχή της Δυτικής Πιερίας (Βορεινή πλευρά του Ολύμπου, Βρία, Ρητίνη, Άγιος Δημήτριος, Μηλιά, Ελατοχώρι, Φωτεινά κ.α.). Μάλιστα, η δυναμική της καλλιέργειας στην περιοχή της Δυτικής Πιερίας παρουσιάζει ιδιαίτερα αυξητική τάση καθώς έχουν ήδη εγκατασταθεί αρκετοί νέοι καστανεώνες, οι οποίοι αναμένεται να περάσουν στην παραγωγική τους φάση τα επόμενα χρόνια και η προοπτική για την παραγωγή κάστανου σε βάθος δεκαετίας αναμένεται να φτάσει τους 350 τόνους. Η τιμή πώλησης τα τελευταία χρόνια (κατά μέσο όρο) κυμαίνεται γύρω στα 2-2,5 ευρώ το κιλό και για πολλούς κατοίκους των χωριών της Πιερίας αποτελεί την κύρια πηγή εισοδήματός τους.

Μετά από το έλκος και τη σφήκα της καστανιάς που δημιούργησαν σημαντικά προβλήματα και τεράστιες οικονομικές απώλειες για τους καστανοπαραγωγούς, ένα νέο παθογόνο που προσβάλει τον καρπό (κάστανο) και προκαλεί την ασθένεια που είναι γνωστή ως φαιά σήψη του κάστανου απειλεί την καλλιέργεια της καστανιάς. Η ασθένεια προκαλείται από τον μύκητα Gnomoniopsis smithogilvyi, καταγράφηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2015 από το εργαστήριο της Δασικής παθολογίας και Μυκητολογίας του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης στην περιοχή της Πιερίας και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα αναδυόμενα και καταστροφικά παθογόνα σε όλη την Ευρώπη. Έκτοτε, τα επίπεδα προσβολής του κάστανου από τον συγκεκριμένο μύκητα στην περιοχή αυξάνονται συνεχώς και οι παραγωγοί διαμαρτύρονται για απώλειες της παραγωγής τους, που αγγίζουν σε ορισμένες περιπτώσεις και το 80%. Μη επιβεβαιωμένες εργαστηριακά αναφορές στο πρόβλημα υπάρχουν και από άλλες περιοχές όπως η Φθιώτιδα, η Αγιά Ν. Λαρίσης, η Καστανερή Ν. Κιλκίς κ.α. Το συγκεκριμένο παθογόνο προσβάλει το ενδοσπέρμιο και καθιστά τους καρπούς μη εμπορεύσιμους, αφού το εσωτερικό των προσβεβλημένων καστάνων (ψίχα) χάνει τη συνοχή του και εμφανίζει μια σπογγώδη όψη. Το πρόβλημα εντείνεται ακόμη περισσότερο καθώς τα προσβεβλημένα κάστανα δεν μπορούν να εντοπιστούν κατά τη διαλογή. Ο μύκητας G. smithogilvyi, απαντάται ως ενδόφυτο στους βλαστούς της καστανιάς και για άγνωστα μέχρι στιγμής αίτια μετατρέπεται σε παρασιτικό μύκητα που προσβάλει το κάστανο και το καθιστά μη εμπορεύσιμο. Μόλις οι έμποροι διαπιστώσουν την ύπαρξη τέτοιων καρπών μέσα σε ποσότητα προϊόντος, αρνούνται να προβούν σε αγορά. Βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας, η ενεργοποίησή από την ενδοφυτική στην παρασιτική φάση, φαίνεται να αποδίδεται είτε στην κλιματική αλλαγή, όπως για παράδειγμα μεγάλες περίοδοι ανομβρίας/ξηρασίας σε συνδυασμό με την έντονη καταπόνηση των δένδρων, είτε στην παρουσία της σφήκας της καστανιάς (D. Kuriphilus), είτε σε συνέργεια των δυο αυτών παραγόντων. Το πιο σημαντικό πρόβλημα όμως εντοπίζεται στο γεγονός πως προς το παρών δεν υπάρχουν αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης της ασθένειας, καθώς παραμένουν άγνωστα τόσο τα αίτια που προκαλούν την ασθένεια όσο και ο κύκλος ζωής του παθογόνου. Ακόμη, καθώς το μικροκλίμα της κάθε περιοχής και η διαχείριση των δένδρων φαίνεται πως επηρεάζουν σημαντικά τόσο την ενεργοποίηση του παθογόνου, όσο και την επιδημιολογία του παθογόνου είναι επιβεβλημένη η μελέτη του παθογόνου στις τοπικές συνθήκες όπου και παρουσιάζεται, προκειμένου να είναι δυνατή η ανάπτυξη στρατηγικών για την έγκαιρη και ορθή αντιμετώπιση της ασθένειας. Η ραγδαία αύξηση της ασθένειας στην περιοχή Πιερίων, υποδεικνύει πως υπάρχει ο κίνδυνος υποβάθμισης της παραγωγής του κάστανου σε μια περιοχή που η συγκεκριμένη καλλιέργεια αποτελεί μια από τις σημαντικές πηγές εισοδήματος για τους κατοίκους. Μάλιστα, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη ασθένεια φαίνεται πως υπάρχει και σε άλλες καστανοπαραγωγικές περιοχές της χώρας, ωστόσο οι παραγωγοί συχνά το παραβλέπουν καθώς το συγχέουν με άλλα παθογόνα που προσβάλουν το κάστανο και προκαλούν σήψεις καρπού όπως π.χ. Phomopsis endogena ή Sclerotinia pseudotuberosa (συν. Ciboria batschiana).

Προκειμένου να μελετηθεί ουσιαστικά το παθογόνο και να μπορέσει να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πρόβλημα της φαιάς σήψης, η Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή στα πλαίσια υλοποίησης του προγράμματος «New Agriculture for a New Generation» που χρηματοδοτείται από το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και εποπτεύεται από το πανεπιστήμιο Rutgers the State University of New Jersey, συνεργάστηκε με την Δρ. Ελένη Τοπαλίδου, υπεύθυνη του εργαστηρίου της Δασικής Παθολογίας του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ) για τη μελέτη του αναδυόμενου παθογόνου G. smithogilvyi (κατά την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο του 2020) στην περιοχή της Βρίας προκειμένου να βοηθήσει τους καστανοπαραγωγούς της περιοχής που αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα με την φαιά σήψη τα τελευταία 2 χρόνια να διασφαλίσουν την παραγωγή τους. Τα ευρήματα της μελέτης αυτής αναμένεται να βοηθήσουν σημαντικά στη διερεύνηση του πρωτογενούς αιτίου της ασθένειας που προκαλεί την φαιά σήψη, το οποίο μέχρι στιγμής αποτελεί άλυτο μυστήριο για τους επιστήμονες του χώρου.

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η ασθένεια και να είναι δυνατή η ανάπτυξη προγραμμάτων ολοκληρωμένης διαχείρισής της, είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί εντατική και εκτεταμένη έρευνα που θα αφορά στην ενδελεχή μελέτη της αιτιολογίας της ασθένειας, της οικολογίας, της βιολογίας και επιδημιολογίας σε όλες τις περιοχές όπου παρουσιάζεται έντονο πρόβλημα προσβολής από το παθογόνο.

*Φυτοπαθολόγος - Ερευνήτρια στο Εργαστήριο Δασικής Παθολογίας & Μυκητολογίας, Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών-Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός Δήμητρα (ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ)



agro24.gr

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη