pellain

Το «Ξυπόλητο Τάγμα» του Γκρεγκ Τάλας (1953)

 


Η ελληνική νεορεαλιστική ταινία που εντυπωσίασε τον Βιτόριο Ντε Σίκα

του Δημήτρη Σπύρου *
* Ο Δημήτρης Σπύρου είναι σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους

«Ο Ρενέ Κλερ, τοποθετούσε τον Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρη Θαλασσινό), ανάμεσα στους κορυφαίους μοντέρ του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο Βιτόριο Ντε Σίκα όταν είδε το 1955 το «Ξυπόλητο Τάγμα» στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου είπε στον Τάλλας: «Αν είχες γυρίσει αυτή την ταινία προτού γυρίσω εγώ τον «Κλέφτη των Ποδηλάτων» τότε σήμερα θα ήσουν εσύ ο Ντε Σίκα!».

Ο Τάλλας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1909. Ο πατέρας του ήταν πλοιοκτήτης και μετανάστευσε οικογενειακώς στην Αμερική –στο κοσμοπολίτικο θέρετρο Ατλάντικ Σίτυ της Πολιτείας του Νιου Τζέρσεϊ– όταν ο Γρηγόρης βρισκόταν σε μικρή ηλικία.

Το 1952 ο Γκρεγκ Τάλλας έρχεται στην Ελλάδα και με την περιορισμένη οικονομική υποστήριξη του Ελληνοαμερικανού και ξενοδόχου στο Λος Άντζελες Πέτρου Μπουντούρη άρχισε να γυρίζει την ταινία «Το Ξυπόλητο Τάγμα». Είχε πίσω του μια μακρά ιστορία μελέτης, σπουδών, θητείας και τόλμης στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Σπουδές στη Δραματική Σχολή του Πρίνστον – κρυφά από τους γονείς του– φιλοδοξώντας να γίνει ηθοποιός. Το 1928 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και συνεχίζει τις θεατρικές σπουδές του στο Αμερικανικό Πειραματικό Θέατρο Δραματικής Τέχνης της Νέας Υόρκης, το οποίο ακολουθούσε τη «Μέθοδο Στανισλάφσκι». Ο δάσκαλός του Μπολοσλάφσκι –βοηθός του Στανισλάφσκι– τον παροτρύνει να στραφεί στη θεατρική σκηνοθεσία, πράγμα που δέχεται, μαθητεύοντας πλάι στον Μπολοσλάφσκι. Συνεπαρμένος από τη «θεατρική μέθοδο του Στανισλάφσκι», που είχε εισαγάγει το ρεαλισμό και τη φυσικότητα στο παίξιμο στη θέση του στόμφου και του μελοδραματισμού που επικρατούσε τότε, φεύγει το 1930 –με ελληνικό διαβατήριο– στη Μόσχα και παρακολουθεί επί 15 μήνες τις εργασίες του Θεάτρου Τέχνης συγκατοικώντας με τον «άνθρωπο-μύθο» Κoνσταντίν Στανισλάφσκι. Στη συνέχεια φεύγει για την Ισπανία για να συναντήσει τον άνθρωπο που τον είχε εντυπωσιάσει στα καλλιτεχνικά καφενεία του Γκρήνουιτς Βίλατζ την περίοδο 1928-1929 όπου σύχναζαν και είχαν γίνει φίλοι: τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκείνη την περίοδο ο Λόρκα είχε τον περίφημο θίασο «Μπαράγκα» με τον οποίο περιόδευε στην ισπανική επαρχία. Ο Γκρεγκ Τάλλας ακολούθησε επί έξι μήνες τον Λόρκα στις περιοδείες του, μελετώντας τον τρόπο δουλειάς του, συνεπαρμένος από το συνδυασμό ποίησης και ρεαλισμού που χαρακτήριζαν την αντίληψη του Λόρκα για το Θέατρο.

Το 1932 ιδρύει στο Ατλάντικ Σίτυ το θέατρο ρεπερτορίου «Toy Theatre» όπου σαν παραγωγός και σκηνοθέτης ανέβασε περίπου σαράντα έργα κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου και συνεργάστηκε με ηθοποιούς όπως τους Όρσον Ουέλς, Eλία Καζάν, Kάθριν Κορνέλ, Mάρτα Σκότ κ.ά. Παράλληλα με το θέατρο λειτουργεί και δραματική σχολή, ενώ το 1935 ο ανεξάντλητος Γκρεγκ Τάλλας ιδρύει και το «Avant-Garde-Theatre» στο οποίο ανεβάζει πρωτοποριακά έργα. Το 1936 πηγαίνει στην Ισπανία με μια ομάδα Αμερικανών εθελοντών και πολεμά κατά του Φράνκο στην περιοχή της Γρανάδα.

Το 1937 σκηνοθετεί στο Χόλυγουντ τα «Αρραβωνιάσματα» του Μπόγρη. Η επαφή του αυτή με το Χόλυγουντ τον έφερε στην αγκαλιά του κινηματογράφου. Ο Λ. Μπ. Μέιρ, επικεφαλής των στούντιο της Μetro Goldwin Mayer, τον καλεί στα στούντιο όπου ο Τάλλας εξειδικεύεται στο μοντάζ και αναδεικνύεται σε μετρ των σκηνών δράσης, όχι μόνο στο μοντάζ αλλά και στο σενάριο και στη σκηνοθεσία. Έτσι έγραψε, σκηνοθέτησε και μοντάρισε τις ειδικές σκηνές δράσης των ταινιών: «Όσα παίρνει ο Άνεμος», «Δόκτωρ Τζέκυλ και Μίστερ Χάυντ», «Μαρία Αντουανέτα» κ.ά.

Το 1946 σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία: «Prehistoric Women» («Προϊστορικές Γυναίκες»), παραγωγή της United Artists και αμέσως μετά, με την ίδια εταιρία, σκηνοθετεί την ταινία «Siren of Atlantis» («Οι Σειρήνες της Ατλαντίδος»). Αλλά οι σειρήνες του κινηματογραφικού Χόλυγουντ δεν μπορούν να σβήσουν τη μεγάλη αγάπη του Γκρέγκ Τάλλας για το θέατρο. Συγχρόνως με τη δουλειά του στα κινηματογραφικά στούντιο ιδρύει ένα νέο θέατρο ρεπερτορίου το «Orchard Gables» όπου ανεβάζει το «Γλάρο» του Τσέχωφ, τον «Αλχημιστή» του Μπεν Τζόνσον, τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου κ.ά. Όλα αυτά τα «γεμάτα» χρόνια είχε καταφέρει να ξεκλέβει χρόνο και να έρχεται στην Ευρώπη για να «μετεκπαιδεύεται» σε διάφορες θεατρικές «σχολές» όπως: στην Αγγλία στο θέατρο του Κομερσαγιέφσκι, στο Βερολίνο στο θέατρο Ράινχαρτ και Γιένσερ, στο Παρίσι στο Θέατρο Γκραν Γκινιόλ.

Το «Ξυπόλητο Τάγμα»

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 βρισκόταν στην Αμερική ο ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Νίκος Κατσιώτης, ο οποίος συζητώντας με τον Τάλλας του διηγήθηκε πως την ημέρα που η Θεσσαλονίκη γιόρταζε την απελευθέρωσή της, το Νοέμβριο του 1944, στο τέλος της διαδήλωσης ακολουθούσε ένα τσούρμο από κουρελήδες πιτσιρικάδες οι οποίοι κρατούσαν ένα πανό που έγραφε «Ξυπόλητο Τάγμα». Ήταν τρόφιμοι ορφανοτροφείων της Θεσσαλονίκης τα οποία έκλεισαν οι Γερμανοί κι έτσι τα παιδιά βρέθηκαν στο δρόμο. Τα παιδιά για να επιβιώσουν μέσα στη σκλαβωμένη και λιμώττουσα Ελλάδα του 1943, συνέστησαν μια ηρωική συμμορία σαλταδόρων που έκλεβε τους Γερμανούς και τους μαυραγορίτες για να συντηρεί τα μέλη της κι όσους μπορούσε απ’ το φτωχό λαό που δυστυχούσε, ενώ παράλληλα βοηθούσε με διάφορους τρόπους την Αντίσταση.

Η διήγηση του Νίκου Κατσιώτη συγκλόνισε τον Τάλλας κι αποφάσισε να κάνει το «Ξυπόλητο Τάγμα» ταινία. Ανέπτυξαν μαζί το μύθο και ο Νίκος Κατσιώτης έγραψε το σενάριο. Ο Γκρεγκ Τάλλας, αποθαρρημένος από την υποτυπώδη κινηματογραφία της Ελλάδας εκείνη την εποχή, σκέφτηκε αρχικά να γυρίσει την ταινία στη Νάπολη, πόλη που θεωρούσε πως είχε μία περίεργη ομοιότητα, το ίδιο άρωμα, με τη Θεσσαλονίκη. Αλλά πάλι κάτι τον έτρωγε. Κι έτσι ήρθε στην Ελλάδα και γύρισε την ταινία στη Θεσσαλονίκη σε φυσικούς χώρους. Μόνο τη σκηνή της «μαύρης αγοράς» γύρισε για καθαρά πρακτικούς λόγους στην Αθήνα, στην περιοχή των Φυλακών Αβέρωφ, όπου και λειτουργούσε πραγματικά η μαύρη αγορά στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.

Χρησιμοποίησε μόνο δύο επαγγελματίες ηθοποιούς, το Νίκο Φέρμα και τη Μαρία Κωστή. Όλοι οι άλλοι που έπαιξαν στην ταινία ήταν ερασιτέχνες. Τα 63 από τα 66 παιδιά που πήραν μέρος στα γυρίσματα, ο Γκρέγκ Τάλλας τα πήρε από αναμορφωτήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Η μηχανή λήψης ήταν του 1924 και χρησιμοποιήθηκαν μόνο έξι προβολείς για το φωτισμό.

Ο Τάλλας, δούλεψε την ταινία με μεράκι και πάθος. Αγάπησε όλα αυτά τα παιδιά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και τον αγάπησαν κι αυτά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σεκάνς των τίτλων δεν ήταν γραμμένη στο σενάριο. Η ιδέα ήρθε στο σκηνοθέτη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων γιατί θέλησε να κάνει κάτι παραπάνω γι’ αυτά τα παιδιά, να τα δείξει περισσότερο. Και θεωρούσε ο ίδιος αυτή τη σεκάνς σαν την έκφραση της προσωπικής του ποίησης, σαν μια εντελώς ιδιαίτερη ποιητική φράση μέσα στην ταινία.

Το «Ξυπόλητο Τάγμα», είναι ένα απ’ τα καλύτερα δείγματα του ελληνικού νεορεαλισμού. Ασφαλώς το πρώτο ελληνικό νεορεαλιστικό φιλμ είναι το «Πικρό Ψωμί» (1951) του Γρηγόρη Γρηγορίου και η αυθεντικότερη έκφρασή του η «Μαύρη Γη» (1952) του Στέλιου Τατασόπουλου. Αλλά το «Ξυπόλητο Τάγμα» (1953), εκτός από τη νεορεαλιστική οπτική, ήταν και μια παραγωγή καλλιτεχνικά άρτια για τα δεδομένα της εποχής. Η φωτογραφία του Μιχάλη Γαζιάδη θαυμάσια. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη –η πρώτη του για κινηματογραφική ταινία – καταπληκτική. Το σενάριο στέρεο. Τα κάδρα, ο ρυθμός, οι χώροι! Αλλά εκείνο που ξεχωρίζει είναι η ποιητική οπτική της σκηνοθεσίας και ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ο Τάλλας διευθύνει τους δυο επαγγελματίες και τους δεκάδες ερασιτέχνες ηθοποιούς. Γι’ αυτό ήταν και η πρώτη ελληνική ταινία που κατόρθωσε να βραβευτεί σε διεθνές Φεστιβάλ. Πήρε το 1955 το Μέγα Βραβείο («Χρυσή Δάφνη») στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου, το οποίο είχε δημιουργήσει ο David O. Selznick.

Η παγκόσμια κριτική αναγνώρισε στην προσπάθεια αυτή του Γκρεγκ Τάλλας ένα επίτευγμα ανάλογο με του Ροσελίνι στην «Ρώμη Ανοχύρωτη Πόλη» και του Ντε Σίκα στον «Κλέφτη των Ποδηλάτων».

Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της ταινίας -σε συνδυασμό με τις συνθήκες παραγωγής- ήταν μια μεγάλη έκπληξη στην Αμερική. Γι’ αυτό και η διοίκηση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών και Επιστημών διοργάνωσε την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1953 στο Academy Award Theatre ειδική προβολή, τιμώντας έτσι για πρώτη φορά σκηνοθέτη μη αμερικάνικης παραγωγής. Μετά την προβολή ακολούθησε δίωρη συζήτηση όπου τα μέλη της Ακαδημίας υπέβαλαν ερωτήσεις στο σκηνοθέτη. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτή η ταινία γυρίστηκε με τόσο λίγα τεχνικά μέσα. Για παράδειγμα, ο φωνολήπτης της Κολούμπια ήταν αδύνατο να πιστέψει πως αυτή η ταινία γυρίστηκε βουβή και πως είχαν επιτευχθεί τόσο άψογοι συγχρονισμοί στο ντουμπλάρισμα της ηχητικής μπάντας στην Ελλάδα!

Η σχέση του Γκρεγκ Τάλλας με την Ελλάδα

Ο Γκρεγκ Τάλλας, μετά το «Ξυπόλητο Τάγμα», διατήρησε σταθερούς δεσμούς με τα θεατρικά και κινηματογραφικά δρώμενα στην Ελλάδα. Δίδαξε στις κινηματογραφικές σχολές της εποχής και όλοι οι μαθητές του τον αποκαλούν «δάσκαλο». Ο Γκρεγκ Τάλλας και ο Χρήστος Βαχλιώτης ήταν σχεδόν οι μόνοι που είχαν την περίοδο εκείνη τα εφόδια για να διδάξουν κινηματογράφο. Έκανε εδώ κάποιες κινηματογραφικές δουλειές και παράλληλα δούλευε και στην Αμερική, την Ισπανία και την Ιταλία. Δεν κατόρθωσε πάντως ποτέ να μπει στην ελληνική νοοτροπία και κυρίως στη νοοτροπία του ελληνικού θεατρικού χώρου της εποχής. Οι αντιλήψεις του για ένα ρεαλιστικό – ποιητικό θέατρο σκόνταφταν πάνω στο στομφώδες παίξιμο της εποχής. Το 1958 σκηνοθέτησε στο Θέατρο Κυβέλη, τη «Γαλήνη» του Ηλία Βενέζη.

Η αγάπη του να δουλεύει με παιδιά ηθοποιούς τον οδήγησε στην απόφαση να σκηνοθετήσει το σήριαλ «Τα Ξύλινα Σπαθιά», βασισμένο στο βιβλίο του Παντελή Καλιότσου. Ήταν μια παραγωγή της ΕΡΤ. Αυτό ήταν και το κύκνειο άσμα του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη.

Ο Γρηγόρης Θαλασσινός πέθανε στην Αθήνα το 1993 από καρδιακό επεισόδιο. Έμενε στην οδό Επτανήσου 33 στην Κυψέλη. Είχε προηγηθεί ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που του συνέβη στην Αμερική, όπου είχε πάει να συναντήσει τον Τέλη Σαβάλας, ο οποίος θα πρωταγωνιστούσε στην επόμενη ταινία του.


Δείτε το στο https://youtu.be/nM68HeP6zU0
(σημειώνουμε, όχι σε καλή ανάλυση και χωρίς δικαίωματα)


Πηγή κειμένου: documentonews.gr

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη