pellain

Εορτή δρ. Νικολάου Βέλιμιροβιτς Αγίου Σερβικής Εκκλησίας


Γράφει ο καθηγητής και Ακαδημαϊκός δρ. Παναγόπουλος Αλέξιος.


Ουδέποτε υπήρξε στην Εκκλησία απουσία πατερικών μορφών και στους σύγχρονους έσχατους χρόνους αναδεικνύονται Πατέρες και διδάσκαλοι.

Μια τέτοια σύγχρονη πατερική μορφή υπήρξε και ο Σέρβος άγιος Νικόλαος (δρ. Βελιμίροβιτς), επίσκοπος Ζίτσας και Αχρίδος, ο οποίος έλαβε την προσωνυμία «Σέρβος Χρυσόστομος», λόγω της ρητορικής του δεινότητας.

Γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 στο χωριό Λελιτς κοντά στο Βάλιεβο (ο γράφων ως καθηγητής το έχει επισκεφθεί σε συνέδριο και έγραψε βιβλίο για τον Νικόλαο Βελιμιροβιτς). Εκεί στη Νότια Σερβία, από πτωχούς, πολύτεκνους, ευσεβείς γονείς. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη κοντινή Ιερά Μονή Τσέλιε, όπου έζησε εξόριστος ως καθηγητής πανεπιστημίου Βελιγραδίου ο άγιος π. Ιουστίνος Πόποβιτς (ο γράφων έχει γράψει σε βιβλίο τη πολιτεία του).

Από μικρό παιδί συχνά προσεύχονταν με τις ώρες. Μετά την εγκύκλιο μόρφωση εισήχθη στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι. Το Πατριαρχείο της Σερβίας, εκτιμώντας την επιμέλεια του και το ήθος του, τον έστειλε με υποτροφία για ανώτερες σπουδές στην Ελβετία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Έμαθε επίσης άριστα αρκετές γλώσσες.

Πίστευε ακράδαντα στο Θεό και φλέγονταν από πόθο να υπηρετήσει την Ορθόδοξο Εκκλησία. Μελετούσε με πάθος τους Πατέρες και την Ορθόδοξη Θεολογία. Το 1908 υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης Ελβετίας διδακτορική διατριβή με θέμα: 
«Η πίστη στην Ανά­σταση του Χριστού, ως θεμελιώδες δόγμα της αποστολικής Εκκλησίας». 

Σπούδασε και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Αγγλίας και επέστρεψε και υπέβαλε άλλη διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης σχετικά με τη "φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ".
      
Το 1909 επέστρεψε στην Σερβία, όπου αρρώστησε βαριά και λίγο έλειψε να πεθάνει. Όταν ανάρρωσε πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός στη Ιερά Μονή Ρακόβιτσα (σήμερα εκεί έχει ενταφιαστεί ο μακαριστός Πατριάρχης Σερβίας που έχει γράψει το πρόλογο στο βιβλίο του γραφοντα για τον νεομάρτυρα επίσκοπο Πλάτωνα Μπανιαλουκα +1941) και στη συνέχεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Αργότερα διορίστηκε ως καθηγητής στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι και συνάμα ορίστηκε ιεροκήρυξ στη σερβική πρωτεύουσα, όπου ακόμα ζούσαν παλιές ελληνικές οικογένειες κυρίως γύρω από το ναό του Αγίου Μάρκου και το ναό της Αναλήψεως. Σήμερα στη μαρτυρική πόλη του Ρήγα Φεραίου ζούν  Έλληνες σε όλη τη Σερβία και υπολογίζονται σε πέντε χιλιάδες αλλά ελάχιστοι μιλούν ελληνικά με την δύσκολη πάροδο του αθεϊσμού όπου αναγκάστηκαν και να αλλοιώσουν τα επίθετα τους για να επιβιώσουν.

Είχε ξεσπάσει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου επέδειξε σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο στον δοκιμαζόμενο σερβικό λαό. Στα 1915 στάλθηκε στην Αγγλία και στις Αμερικη για να ζητήσει βοήθεια από τους Σέρβους μετανάστες για τους πεινασμένους της Σερβίας. 

Το 1919 εξελέγη Επίσκοπος Ζίτσα και δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στην ιστορική Επισκοπή της Αχρίδος, κοντά στην Ελλάδα που αγαπούσε.
Λειτουργούσε με κατάνυξη και κήρυττε με ιερό πάθος. Ήταν χαρισματικός ρήτορας, ο οποίος σαγήνευε τους πολυπληθείς ακροατές των κηρυγμάτων του. Εργάστηκε για την αφύπνιση του ιερού κλήρου και για την ανέγερση ναών και μοναστηριών. 

Με αξιοθαύμαστο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο, με τη σύσταση ιδρυμάτων, όπως ορφανοτροφείων, όπου έβρισκαν καταφύγιο χιλιάδες ορφανά και εγκαταλειμμένα παιδιά. Ήταν αγαπητός στο λαό, τον οποίο θεωρούσε πνευματικό του πατέρα και προστάτη του.
      
Θαύμαζε τον αγιορείτικο μοναχισμό και προσπαθούσε να πηγαίνει συχνά στο κοντινό Άγιο Όρος για πνευματικό ανεφοδιασμό και συνομιλίες.

Επισκεπτόταν όλες τις Μονές αλλά συνήθως την Ιερά Μονή Παντελεήμονος το Ρωσικό, όπου συνδέθηκε με τον όσιο Σιλουανό (+1938), του οποίου θαύμαζε την αγία βιοτή. Εκεί γνώρισε και τον Γέροντα Σωφρόνιο (+1993). 
     
Ως συγγραφέας πλήθους αξιόλογων έργων, τα οποία εξέδωσαν αργότερα σε είκοσι τόμους. Τα διακρίνει η βαθειά του ορθόδοξη θεολογική σκέψη, η ποιητικότητα, η γλαφυρότητα και η ακρίβεια. Το γνωστότερο σύγγραμμά του είναι ο Πρόλογος της Αχρίδος, βιογραφιες αγίων όλων των ημερών του έτους, με σχόλια και πνευματικές νουθεσίες. Πολλά ποιήματα, εκκλησιαστικούς ύμνους και ακολουθίες. Ακόμα άφησε περισσότερες από τριακόσιες επιστολές με απαντήσεις σε δύσκολα κοινωνικά, ποιμαντικά προβλήματα, τα οποία του έβαζαν οι πιστοί. Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς είχε πει για τον άγιο Νικόλαο «Ας με συγχωρέσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αλλά ο Νικόλαος τον ξεπέρασε»!  
     
Ήταν ακραιφνής Ορθόδοξος και μελέτησε όσο ολίγοι τον δυτικό χριστιανισμό, τον παπισμό ως αίρεση και τις πολυάριθμες ομάδες του κατακερματισμένου παραλόγου προτεσταντισμού και πείστηκε ότι αυτός βρίσκεται σε τρομερές αιρετικές πλάνες, οι οποίες δεν αφήνουν περιθώρια για να έχει την παραμικρή εκκλησιαστική υπόσταση και χάρη.

Το 1930 έλαβε μέρος στη σημαντική Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος, όπου εξέφρασε με σαφήνεια την προσήλωσή του στην Πατερική Ορθοδοξία και διετράνωσε την αντίθεσή του στα πρώιμα τότε ανοίγματα των Ορθοδόξων προς τους αιρετικούς και στο κοσμικό φρόνημα των πολιτικών.

Το 1937 κατάγγειλε με σφοδρότητα τη συμφωνία της Γιουγκοσλαβίας και του Βατικανού, με την οποία θα γινόταν η χώρα του πεδίο δήθεν καλής ιεραποστολής των αιρετικών παπικών.

Κατόρθωσε να ματαιώσει τότε την υπογραφή της, αλλά όχι και την γενοκτονία, η οποία επακολούθησε σε λίγα χρόνια μετά το (1941-45), όπου 800.000 κυρίως Σέρβοι ορθόδοξοι, λίγοι Έλληνες από μικτούς γάμους που έμεναν στην Παραθαλάσσια κυρίως, κάποιοι Εβραίοι και Τσιγγανόγυφτοι, που βρήκαν τραγικό θάνατο με βασανιστήρια από τους παπικούς Κροάτες Ουστάσι, όταν αρνήθηκαν τον Βίαιο Εκλατινισμό τους, με τη καθοδήγηση του παπικού «κλήρου» και του  «αρχιεπισκόπου» του Ζάγκρεμπ  Α. Στέπινατς (νυν παπικού αγίου!) με προτροπή του Βατικανού!

Ο άγιος Νικόλαος είχε μελετήσει σε βάθος και την ευρωπαϊκή φιλοσοφία και ιστορία, διαπιστώνοντας την πνευματική χρεωκοπία του ευρωπαίου ανθρώπου (όπως γράφει και ο Ντοστογιέφσκι), η οποία οφείλεται στην διαχρονική αποστασία και αλλοίωση του χριστιανικού μηνύματος από τον παπισμό και τον προτεσταντισμό.

Παρατήρησε την ραγδαία και προκλητική αποβολή της αληθινής χριστιανικής κληρονομιάς και την υιοθέτηση μιας παράδοξης κοινωνικής, πολιτικής, εγωκεντρικής ειδωλολατρίας, της λατρείας του ορθολογιστή ανθρώπου ως ενός νέου ειδώλου και ό, τι έχει σχέση με την πολιτική, υλιστική και ηδονιστική απόλαυσή του. 

Γι’ αυτό κάλεσε την Ευρώπη ως λευκή δαιμονία, λευκό δαιμονισμό, λευκό κακό. Πρόβλεψε δε πως η πανίσχυρη Ευρώπη θα γίνει συντρίμμια, λόγω αυτών των επιλογών της της άρνησης του αληθινού Χριστού.

Διαπίστωνε στα γραπτά του πως «Ο Χριστός απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, όπως άλλοτε από την χώρα των Γαδαρηνών, μετά από αίτημα των κατοίκων της».
      
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με ηρωισμό ύψωσε το ανάστημά του στους βαρβάρους και απάνθρωπους φασίστες και ναζιστές κατακτητές. Διαμαρτυρήθηκε με παρρησία εναντίον των μαζικών εκτελέσεων στη πόλη Κράλιεβο, όπου έδρασε και η γερμανο-αυστριακή μεραρχία που έφτασε αργότερα και έκαψε τα Καλάβρυτα το 1943.

Κατάγγειλε με σφοδρότητα την υποκρισία των δυτικών δήθεν χριστιανικών κρατών, ιδιαίτερα για την αδιαφορία της φοβερής γενοκτονίας των 880.000 νεκρών από τους φασίστες παπικούς Κροάτες Ουστάσι και τον διωγμό των Ελλήνων του Ζάγκρεμπ. Είναι ο πρώτος που θα τους ανακηρύξει Νεομάρτυρες και θα συνθέσει μία υπέροχη Ακολουθία προς τιμήν τους.

Η πατριωτική και αντιστασιακή του δράση το 1941 ενόχλησε τους Ναζί και συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Νταχάου, μαζί με τον μαρτυρικό Σέρβο Πατριάρχη
Γαβριήλ, για τρία φρικτά χρόνια. 

Απελευθερώθηκε στις 8 Μαΐου 1945 από τους συμμάχους. Αλλά δεν βρήκε ελευθερία να ασκήσει τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Καθότι το νέο άθεο, απάνθρωπο μαρξιστικό καθεστώς, που εγκαθιδρύθηκε στην Γιουγκοσλαβία του Κροάτη Τίτου, συνέχισε το διωγμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας και γενικά κάθε θρησκευτικής πίστεως και εκδήλωσης. 

Ο άγιος Νικόλαος στοχοποιήθηκε από τους αθεους κομμουνιστές, τον οποίο χαρακτήρισαν «εχθρό του λαού», ναι, αυτόν τον μεγάλο ανθρωπιστή, ο οποίος διέσωσε χιλιάδες ανθρώπους στα χρόνια της κατοχής και επέδειξε πρωτοφανή πατριωτικό φρόνημα!
       
Έξαναγκάστηκε να ξενιτευτεί το 1946 όπου μετέβη στην Αμερική, αναδείχθηκε σπουδαίος ποιμένας, διδάσκαλος, καθηγητής, κήρυκας, ομολογητής και όσιος στο Νέο Κόσμο. Απέβη ένας φλογερός απόστολος της Ορθοδοξίας στην αμερικανική ήπειρο, σε μια εποχή, που έκανε την εμφάνισή του ο πρώιμος Οικουμενισμός, ο οποίος σχετικοποιεί την Ορθοδοξία μας και την υποβαθμίζει με τις αιρετικές και ανθρωποκεντρικές του δοξασίες.

Διορίστηκε καθηγητής στη σερβική Ιερατική Σχολή του Λίμπερτυβιλ (Ιλλινόις), στη Θεολο­γική Ακαδημία Αγίου Βλαδίμηρου και στις Ιερατικές Σχολές του Τζόρντανβιλ (Νέα Υόρκη) και Αγίου Τύχωνος (Πενσυλβανία).
     
Ως καθηγητής στη Σχολή του Αγίου Τύχωνος, κοιμήθηκε ξαφνικά, ενώ ετοιμαζόταν να τελέσει τη Θεία Λειτουργία στις 5 Μαρτίου του έτους 1956. 
Τα τίμια λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Σερβία το 1991 πανηγυρικά στο ναό των Αγίων Αρχαγγέλων Βελιγραδίου (όπου ο γράφων ήταν παρών σε αυτές τις πνευματικές και συγκλονιστικές στιγμές για όλη την Ορθοδοξία) και κατόπιν όλοι πήγαμε και τα συνοδεύσαμε να τοποθετηθουν στην Ιερά Μονή Τσέλιε, δίπλα με τα ιερά λείψανα του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς (+1979). 

Η επίσημη αγιοκατάταξή του έγινε το Μάιο του 2003 από τη Σερβική Εκκλησία και η μνήμη του ορίστηκε να εορτάζεται στις 5 Μαρτίου, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

Είναι χρέος μας να μην είμαστε επιλήσμονες για την υπέρτατη προσφορά αυτών των μεγάλων ανάστηματων στην Ορθόδοξη Εκκλησία και το Γένος μας, διότι η ιστορική λήθη είναι συνώνυμη με τον εθνικό αφανισμό σε έσχατες ημέρες αποστασίας και άρνησης του ανάποδου κόσμου των αντιχριστων.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη