Τα τελευταία χρόνια, Ισραηλινοί καλλιτέχνες τραγουδούν στα ελληνικά, σε γεμάτες αίθουσες και κλαμπ του Τελ Αβίβ, της Χάιφα και της Ιερουσαλήμ.
Δεν πρόκειται για διασκευές ή μεταφράσεις, αλλά για αυθεντικές ερμηνείες τραγουδιών του Στέλιου Καζαντζίδη, του Ζαφείρη Μελά, του Βασίλη Χριστοδουλόπουλου και του Νότη Σφακιανάκη.
Ακούγονται επίσης επιτυχίες του Γιάννη Πλούταρχου, του Νίκου Οικονομόπουλου, της Πάολα, του Μάκη Δημάκη, του Νίκου Βέρτη και της Κατερίνας Στανίση — όλα στα ελληνικά, με ελληνική προφορά και αυθεντικό μπουζούκι.
Τα τραγούδια «Τα μαύρα μάτια σου», «Αν είσαι άνθρωπος», «Πονάει που φεύγεις» και «Ο Α΄ άνθρωπος» ακούγονται από χείλη Ισραηλινών τραγουδιστών όπως ο Boaz Tabib, η Rinat Bar, ο Eyal Shron και ο Yehuda Elias.
Το κοινό τους τραγουδά λέξη προς λέξη, κρατώντας ελληνικές σημαίες — εικόνες που μαρτυρούν κάτι πολύ περισσότερο από απλή μουσική αγάπη.
Η πολιτισμική διείσδυση ως στρατηγική ασφάλειας
Το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένα από το γεωπολιτικό πλαίσιο.
Το Ισραήλ, έχοντας επίγνωση ότι με τους Άραβες και τους Τούρκους δεν υπάρχει πραγματική αίσθηση ασφάλειας ή σταθερής εμπιστοσύνης, επιδιώκει να οικοδομήσει νέους άξονες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα και η Κύπρος — σταθερές, χριστιανορθόδοξες, ευρωπαϊκές και πολιτισμικά συγγενείς χώρες — προσφέρονται ως φυσικοί εταίροι.
Κι επειδή η μουσική λειτουργεί ως πιο «μαλακή» και βαθιά μορφή επικοινωνίας από την πολιτική ρητορική, το ελληνικό τραγούδι γίνεται το ιδανικό όχημα.
Όταν οι Ισραηλινοί τραγουδούν Καζαντζίδη και Μελά, αγγίζουν κάτι από την ψυχή του ελληνισμού — τη μελαγχολία, τη ρωμιοσύνη, τη μνήμη και τη δύναμη να αντέχεις.
Κι αυτό, σε μια κοινωνία που αναζητά συναισθηματικά στηρίγματα και πολιτισμική ταυτότητα μέσα σε ένα διαρκώς ασταθές περιβάλλον, λειτουργεί ως ψυχολογική και ιδεολογική γέφυρα.
Ένα κράτος που ελέγχει το αφήγημα
Στο Ισραήλ, τίποτα τέτοιας εμβέλειας δεν αφήνεται στην τύχη.
Το κράτος, που διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου της πληροφορίας, των ΜΜΕ και της πολιτιστικής παραγωγής, ενθαρρύνει την εξάπλωση της ελληνικής μουσικής όχι μόνο γιατί συγκινεί, αλλά γιατί ενώνει.
Ενώνει το εσωτερικό ακροατήριο γύρω από ένα ασφαλές, μεσογειακό και πολιτισμένο πρότυπο, και ταυτόχρονα πλησιάζει πολιτισμικά τους Έλληνες — λαό με τον οποίο το Ισραήλ θέλει να συνδεθεί βαθύτερα.
Πίσω από τη λάμψη των συναυλιών και τη νοσταλγία των ελληνικών ήχων, υπάρχει πολιτική πρόθεση:
να δημιουργηθεί ένα κοινό πολιτισμικό πεδίο, όπου το Ισραήλ θα μπορεί να στηριχθεί, αν η διεθνής σκηνή — ακόμη και οι παραδοσιακοί του σύμμαχοι — στραφούν εναντίον του.
Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από αναθεωρητισμό και ανατροπή ισορροπιών.
Ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία, που υπήρξε ιστορικός υποστηρικτής του Ισραήλ, δείχνει πλέον μια ιδιότυπη εχθρότητα και αποστασιοποίηση, ακολουθώντας την ευρωπαϊκή τάση υπέρ «ουδετερότητας» στις συγκρούσεις της Μέσης Ανατολής.
Το Ισραήλ αισθάνεται πιεσμένο, απομονωμένο και αβέβαιο ως προς τους παλιούς του συμμάχους.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η προσέγγιση με τον ελληνισμό μοιάζει με ασφαλιστική δικλίδα επιβίωσης — όχι μόνο στρατηγικά, αλλά και υπαρξιακά.
Η μουσική, ως πιο ανθρώπινη μορφή επικοινωνίας, γίνεται μέσο επιρροής, συναισθηματικής πρόσδεσης και ήπιας πολιτιστικής διείσδυσης.
Συμπέρασμα
Η «εισβολή» του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού στο Ισραήλ είναι περισσότερο από μουσικό ρεύμα· είναι πολιτισμικό φαινόμενο με γεωπολιτικές αποχρώσεις.
Η ελληνική φωνή — από τον Καζαντζίδη έως τον Σφακιανάκη — αντηχεί σήμερα στα ελληνικά μέσα σε ισραηλινές σκηνές, ως ένδειξη ότι ο ελληνισμός εξακολουθεί να αποτελεί σημείο σταθερότητας και πολιτιστικής ασφάλειας στην ταραγμένη Ανατολική Μεσόγειο.
Κι όσο οι παγκόσμιες ισορροπίες αλλάζουν, αυτή η φωνή θα συνεχίσει να λειτουργεί ως όπλο επιρροής, μελωδικό αλλά ισχυρό — ίσως το πιο διακριτικό εργαλείο άσκησης πολιτικής της εποχής μας.
newsroom

Δημοσίευση σχολίου