Tο επιχείρημα ότι οι Έλληνες εκχριστιανίστηκαν με το ζόρι, από τον 4ο αι. και μετά αδυνατεί να εξηγήσει πώς εκχριστιανίστηκε η ελληνιστική Ανατολή και η εξελληνισμένη Μικρά Ασία (σε ποσοστό άνω του 50%) από το 33 ώς το 330μ.Χ. παρόλους τους διωγμούς. Πώς γίνεται η ελληνιστική Αντιόχεια των 800 χιλιάδων κατοίκων να μην προσφέρει ούτε ένα σφαγί όταν πήγε ο Ιουλιανός εκεί να θυσιάσει; Εξάλλου η αρχαία ελληνική θρησκεία έσβηνε, ήδη πριν τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Σε ένα χρησμό του Μαντείου του Κλάριου Απόλλωνα για το τι είναι ο θεός η απάντηση ήταν: «Αυτοφυής, Αδίδακτος, Αμήτωρ, ούνομα μηδέ λόγω χωρούμενω, μικρά δε μερίς άγγελοι ημείς [οι θεοί]» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 494). Ένας άλλος χρησμός του ίδιου μαντείου (το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές, και δεχόταν κόσμο από τις εσχατιές της Αυτοκρατορίας) λέει: «(..) μάθε πως ανώτερος από όλους τους θεούς είναι ο Ιαώ, Άδης το χειμώνα, Ζευς στην αρχή της άνοιξης, Ήλιος το καλοκαίρι, αβρός Ιαώ το φθινόπωρο». Ιαώ είναι ο Ιεχωβάς των Εβραίων (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 494).
Ο Πλούταρχος αναφέροντας την παρακμή των αρχαίων μαντείων, γράφει μεταξύ άλλων παραδειγμάτων πανάρχαιων μαντείων που σίγησαν στην εποχή του, ότι το ίδιο το δελφικό μαντείο, άλλοτε είχε δύο «προφήτιδες» και μια τρίτη εφεδρική, ενώ στην εποχή του (1ος 2ος μ.Χ. αι.) μία ήταν αρκετή (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, Ο Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.) αναφέρει πλήθος εγκαταλλελειμένων ναών της αρχαιοελληνικής θρησκείας στην ελληνική ύπαιθρο. Και πιο πριν από τα ελληνιστικά χρόνια είχε αρχίσει η θεοποίηση ανθρώπων εν ζωή από τους Παγανιστές Έλληνες. Μόνο στην Αρκαδία, στο κέντρο της Αρχαίας Κλασσικής Ελλάδας, ο Παυσανίας (Αρκαδικά) αναφέρει πλήθος ναών ερειπωμένων, δίχως στέγη, και εγκατελειμένων: της Αφροδίτης (9, 6), της Αθηνάς (14, 4), της Αφροδίτης (12, 6), του Απόλλωνα (15, 4), του Ερμή (17, 1), της Αφροδίτης (24, 6), των Δώδεκα θεών (25, 3), της Ήρας (26, 2), της Δήμητρας (29, 5), του Ερμή (32, 1), του Ερμή (30, 6), των Μουσών (32, 2), του Άρη (32, 3), της Αρτέμιδος (35, 5), της Αθηνάς (36, 7), της Αφροδίτης (41, 10), της «Μητρός των θεών» (44, 1), της Αρτέμιδος (53, 11) και του πυθίου Απόλλωνα (54, 5). Αναρωτάται κανείς πού είχε πάει η θεοσέβεια προς τους παλιούς θεούς, και δεν αναστυλώνονταν τόσοι μεγάλοι ναοί, μεγάλων θεών από τους Ελληνες. Μήπως επειδή δεν τους ένοιαζε πια και τόσο το Δωδεκάθεο;
Εδώ να αναφέρουμε τον Πλούταρχο. Ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, ότι ο Πλούταρχος ενώ αναφέρει τόσες πολλές θρησκείες, ακόμη και την ιουδαϊκή, δεν αναφέρει το Χριστιανισμό, άρα στα χρόνια του (1ος-2ος μ.Χ. αι.) ο Χριστιανισμός δεν είχε διαδοθεί στην Ελλάδα. Όμως αυτό το στοιχείο δεν συνεπάγεται την μη διάδοση του Χριστιανισμού, διότι ο Πλούταρχος, ενώ αναφέρει πολλές θρησκείες, δεν αναφέρει τον Μιθραϊσμό! Λογικά λοιπόν, εάν σκεφτόμασταν όπως οι Νεοπαγανιστές, θα έπρεπε να ισχυριστούμε ότι η δεύτερη μεγαλύτερη μετά τον Χριστιανισμό θρησκεία της Ύστερης Αρχαιότητας θρησκεία αυτή δεν υπήρχε καθόλου στην Ελλάδα, πράγμα αναληθές. Επομένως ότι ο Πλούταρχος δεν αναφέρει τον Χριστιανισμό δεν συνεπάγεται κάτι για την απουσία Χριστιανών στην Ελλάδα στα χρόνια του.
Πολλοί παγανιστικοί ναοί ερήμωσαν επειδή απλούστατα εγκαταλείφθησαν από τους πρώην πιστούς τους, κι όχι επειδή κατεστράφησαν από τους Χριστιανούς. Το παράδειγμα της Αντιοχείας, που αναφέρει ο ίδιος ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, οι Αντιοχείς να αδιαφορήσουν παντελώς για την εορτή του πολιούχου τους Απόλλωνα, ασφαλώς και δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση. Είναι, με άλλα λόγια, παράλογο να θρηνεί κανείς για την τύχη ναών που οι ίδιοι οι εθνικοί τους είχαν εγκαταλήψει αιώνες πριν οι Χριστιανοί αυτοκράτορες διατάξουν την κατεδάφισή τους.
«Ότι πράγματι η δημόσια θρησκεία είχε ξεπέσει πολύ χαμηλά στην Αθήνα, πενήντα χρόνια μετά τη Χαιρώνια, το ξέρουμε από τον Ύμνο του Ερμοκλή προς τον Δημήτριο τον Πολιορκητή: σε καμμιά προηγούμενη περίοδο δεν μπορούσε ένας ύμνος, που ψαλλόταν σε μεγάλη δημόσια εορτή, να διακηρύττει πως οι θεοί της πόλης είναι αδιάφοροι ή δεν υπάρχουν, και πως αυτά τα άχρηστα ξόανα και οι πέτρες είχαν τώρα αντικατασταθεί από έναν «πραγματικό» θεό, τον ίδιο τον Δημήτριο.
ἄλλοι μὲν ἢ μακρὰν γὰρ ἀπέχουσι θεοί,
ἢ οὐκ ἔχουσιν ὦτα,
ἢ οὐκ εἴσιν, ἢ οὐ προςέχουσιν ἡμῖν οὐδὲ ἕν,
οὐ ξύλινον οὐδὲ λίθινον, ἀλλ ἀληθινόν
(«..είτε οι θεοί βρίσκονται πολύ μακριά, είτε δεν υπάρχουν, είτε δεν ενδιαφέρονται καθόλου για εμάς»).
Μπορεί η κολακεία να είναι ανειλικρινής˙ ο σκεπτικισμός όμως σίγουρα δεν είναι και θα πρέπει να είχε μεγάλη διάδοση, αφού γνωρίζουμε (Αθηναίος, 253F (από τον Δούρη ή τον Δημοχάρη): «ταῦτ ᾗδον οἱ Μαραθωνομάχαι οὐ δημοςίᾳ μόνον, ἀλλὰ καὶ κατ ἰδίαν». Δηλαδή τραγουδούσαν τον ύμνο όχι μόνο δημόσια αλλά και στα σπίτια τους) πως ο Ύμνος ήταν πάρα πολύ δημοφιλής» (E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 152).
Συνεπώς, η αρχαία ελληνική θρησκεία έσβηνε ή είχε σβήσει, καθώς οι αρχαίοι Πρόγονοί μας αφενός παράτησαν το δωδεκάθεο και διάλεξαν ασιατικές λατρείες πολύ πριν τη γέννηση του Χριστού, αφετέρου οι φιλόσοφοι, οι σοφιστές κλπ αμφισβητούσαν την λαϊκή πίστη στο δωδεκάθεο ήδη από τα κλασσικά χρόνια. Η Ειδωλολατρία ήταν ένα πτώμα που αμέσως μόλις έχασε την κρατική υποστήριξη, έσβησε κι έγινε ακίνδυνη μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα. Τους Νεοπαγανιστές όμως καθόλου δεν τους ενδιαφέρει αν το ελληνικό Δωδεκάθεο είχε σβήσει και αντ αυτού στην Ελλάδα λατρεύονταν ευρέως οι συριακοί «Μεγάλη Θεά» και Αττις, οι αιγυπτιακοί Αταγάρτιος και Ισιδα (που ήταν ανώτερη κι από τις Μοίρες), ο Όσιρις, οι ιρανικοί Μίθρας και Αναχίτα, όπως ούτε με τον ασιατικό Διόνυσο ή την Αστάρτη-Αφροδίτη έχουν πρόβλημα, κι ούτε «μη πατρώα λατρεία» τους αποκαλούνε, αλλά μόνο με τον Χριστό λυσσάνε και μόνο αυτον κατηγορούν ως ξενική θεότητα. Οι Νεοπαγανιστές που καταφέρονται με ρατσιστικό μένος εναντίον «της Ανατολής» επειδή οι θεοί της ήδη προ Χριστού έκαναν σκόνη το Δωδεκάθεο, ας μας εξηγήσουν, πώς γίνεται από τη μία να διακηρύσσουν ότι είναι «υπέρ όλων των παγανιστικών παραδόσεων» και από την άλλη να μην μπορούν να χωνέψουν πως οι αρχαίοι Έλληνες ελεύθερα (κανείς δεν τους επέβαλε να λατρεύουν όλους τους παραπάνω θεούς) διάλεξαν τις ασιατικές ανατολικές παγανιστικές λατρείες αντί των κλασσικών αρχαιοελληνικών. Και τώρα οι Νεοπαγανιστές θέλουν να επιστρέψουν σε αυτό που οι ίδιοι οι Πρόγονοί μας απέρριψαν προ Χριστού, δηλαδή στο αρχαιοελληνικό Δωδεκάθεο.
Οι Νεοπαγανιστές προσπαθώντας να αντικρούσουν το κοινώς παραδεκτό μοτίβο της κατάρρευσης του παγανιστικού κόσμου λόγω οικονομικών, κοινωνικών και ηθικών αδιεξόδων, πετώντας στα σκουπίδια τόμους κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτικών αναλύσεων της Αυτοκρατορίας, υποστηρίζουν (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 16) ότι η επικράτηση του Χριστιανισμού οφείλεται τάχα σε κάτι τυχαίο, σε μια εξάμηνη τρομακτική (!!) επιδημία του 166 μ.Χ. συνέπεια της οποίας θανατώθηκε τάχα η αφρόκρεμα της παγανιστικής διανόησης της εποχής, «όλα τα ταλέντα», «όλη η κουλτούρα και η διανόηση» (Τώρα, αν ρωτήσουμε, γιατί οι Καλοί, Μορφωμένοι, λάτρεις της Επιστήμης, Ειδωλολάτρες με τόσα ιατρικά βιβλία που τα.. έκαψαν αργότερα οι Χριστιανοί που, σ αντίθεση με τους Χριστιανούς, είχαν, υπέστησαν τέτοιες απώλειες σε μια επιδημία έξι μηνών, και κατέρρευσε ο πολιτισμός τους, ενώ παρόλες τις επιδημίες σε διάστημα 10 αιώνων, δεν κατέρρευσε ο Χριστιανικός πολιτισμός, είναι ρητορική η ερώτησή μας). Κι έτσι, βρίσκοντας κενό διανόησης, άρχισε να διαδίδεται από τότε ταχέως ο Χριστιανισμός, αφού «όλα» τα «ταλέντα» είχαν πεθάνει. Πολύ μελοδραματική εξήγηση. Γιατί, αν η επιδημία πήρε στον ΄Αδη τα ταλέντα της μιας πλευράς, θα έπρεπε, πολύ λογικά και εφόσον ο Χάρος δεν κάνει διακρίσεις βάσει του θρησκεύματος των θυμάτων του, να είχε αφανίσει και τους Χριστιανούς και τα ταλέντα τους και τους τους ειδικούς στον προσηλυτισμό Χριστιανούς και τους επισκόπους τους και τη διανόησή τους. Και συνεπώς να μην είχαν ούτε κι οι Χριστιανοί τη ζωτικότητα να «κατακτήσουν» την Αυτοκρατορία. Αλλά γιατί δεν έγινε αυτό, δεν μπορούν οι οπαδοί... της Τύχης να μας το εξηγήσουν˙ απλώς κατακεραυνώνουν, τις μαρξιστικές και μη αναλύσεις τόσων και τόσων. Τι να κάνουμε˙ η... «Θεά Τύχη», την οποία ελάτρευαν οι Ειδωλολάτρες της ελληνιστικής και της ελληνορωμαϊκής εποχής, έρριξε τους υπόλοιπους «θεούς» στα Τάρταρα και μετά πήδηξε κι αυτή εκεί! Ήταν το.. σχέδιο της Ειμαρμένης, την οποία δέχονται οι Στωικοί.
Ο Πλίνιος ο νεώτερος, διοικητής της επαρχίας του Πόντου και της Βιθυνίας (108-111) έγραφε στον αυτοκράτορα Τραϊανό ότι η «κίνηση» [ο Χριστιανισμός] είχε τόσο πολύ διαδοθεί, ώστε πολλοί ναοί έμεναν πια χωρίς πιστούς (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. ΣΤ', σ. 55).
Το ποσοστό των Χριστιανών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 350 μ.Χ. ήταν 56,5% (Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History, Princeton, 1996, p. 7), δηλαδή ήδη, στο σύνολο της αυτοκρατορίας οι Χριστιανοί ήταν πλειοψηφία. Αν λοιπόν ήταν στο σύνολο της Αυτοκρατορίας πλειοψηφία χριστιανική, τότε στο ανατολικό ελληνικό τμήμα της (το οποίο αφενός είχε αποδεδειγμένα πάντοτε περισσότερους Χριστιανούς απ ότι το δυτικό, και αφετέρου είχε αρχίσει να εκχριστιανίζεται πολύ πιο νωρίς απ ότι το δυτικό λατινικό τμήμα) είναι προφανές ότι οι Χριστιανοί όχι απλώς ήταν πλειοψηφία αλλά και μεγαλύτερη του 56%. Το 350 όμως δεν είχαν αρχίσει ακόμη διωγμοί κατά των Παγανιστών και των ναών τους (Κι αν είχαν αρχίσει, ήταν στα πρώτα 1-2 χρόνια τους, και μάλιστα πολύ πιο περιορισμένης έκτασης, οπότε δεν είταν δυνατό να προκάλεσαν την υπερίσχυση των Χριστιανών άνω του 50%.) ώστε να ισχυριστεί κανείς ότι υπήρξε δια της βίας εκχριστιανισμός της πλειοψηφίας. Οι αριθμοί αυτοί δεν είναι αυθαίρετοι, διότι ήδη πριν το 350 είχαν αρχίσει πολλοί Χριστιανοί συγγραφείς να ισχυρίζονται ότι είναι η πλειοψηφία (A. Harnack, The mission and expansion of Christianity in the first three centuries, N.Y. G.P. Putnams Sons, vol 2, p. 29). Ήδη στις αρχές του 3ου αι. ο Τερτυλλιανός λέει: «είμαστε ακόμη χτεσινοί, αλλά έχουμε γεμίσει τον κόσμο» (Απολογία, 37, 4). Οι ισχυρισμοί των Χριστιανών για μαζικούς προσηλυτισμούς πριν τον Μ. Κωνσταντίνο, όπως αναφέρει ο Ευσέβιος, όχι μόνο γίνονται αποδεκτοί από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, αλλά οι τελευταίοι θεωρούν τους ισχυρισμούς αυτούς απαραίτητη υπόθεση, ώστε να εξηγηθεί η μεγάλη ταχύτητα διάδοσης του Χριστιανισμού. Έτσι, στην μελέτη του Christianising the Roman Empire, ο R. MacMullen συνιστά την αποδοχή ως αληθών των ισχυρισμών των Χριστιανών απολογητών περί μαζικών προσηλυτισμών «ώστε να εξηγήσουμε καλύτερα την ταχύτητα της αλλαγής που παρατηρούμε» (R. MacMullen, Christianising the Roman Empire, New Haven: Yale University, p. 29). Ο Harnack χαρακτηρίζει την ανάπτυξη του Χριστιανισμού με όρους όπως «ασύλληπτη ταχύτητα» και «εκπληκτική αύξηση» και συμφωνεί με τον ισχυρισμό του Αυγουστίνου, ότι «Ο Χριστιανισμός πρέπει να μεγάλωσε μέσω θαυμάτων, διότι το μεγαλύτερο θαύμα πέρα από κάθε θαύμα ήταν η εκπληκτική επέκταση της θρησκείας» (A. Harnack, The mission and expansion of Christianity in the first three centuries, N.Y. G.P. Putnams Sons, vol. 2, p. 335). Δίχως διωγμούς κατά Παγανιστών, λοιπόν, επικράτησε στο α΄ μισό του 4ου αι. ο Χριστιανισμός.
Αποδεικνύεται σαθρό το βασικό επιχείρημα των νεοπαγανιστών, πως ο Χριστιανισμός κυριάρχησε με καταπίεση και διωγμούς, και συνεπώς πως το χριστιανικό «οικοδόμημα» βασίζεται στη βία. Μέχρι τον Θεοδόσιο Α στα 380 μ.Χ. επικρατούσε γενικώς ανεξιθρησκεία, κι όμως ο Χριστιανισμός είχε ήδη, τριάντα χρόνια πριν, γίνει η θρησκεία της πλειοψηφίας. Το κλειδί για την ερμηνεία της επικράτησης του Χριστιανισμού δεν είναι η βοήθεια των αυτοκρατόρων μετά το 330, λοιπόν, αλλά το ότι ο Χριστιανισμός είχε γίνει τόσο ισχυρός και ήταν τόσο αδύνατον να ξεριζωθεί ή να εμποδιστεί, που απλώς ίσως να επιταχύνθηκε η πρόοδός του. Αλλά το ξανατονίζουμε, δίχως τον έμφυτο δυναμισμό του, ποτέ δεν θα είχε επιβιώσει, ώστε να τραβήξει το ενδιαφέρον της Ρώμης και να επιβληθεί ως επίσημη θρησκεία στα 380 μ.Χ.
Ορισμένοι θα αντιπούν, ότι στις εκτός Ελλάδας, ανατολικές περιοχές υπήρξαν διωγμοί, άρα το ποσοστό αυτό του έτους 350 μ.Χ. είναι προϊόν βίας. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όπως είδαμε, στην Ελλάδα δεν υπήρξαν διωγμοί, άρα δεν τίθεται ζήτημα βίαιας επικράτησης. Στην Μικρά Ασία έχουμε διώξεις μόνο στα μέσα του 6ου αιώνα, όταν η συντριπτική πλειοψηφία είχε γίνει προ 3-4 αιώνων χριστιανική. Όλοι οι παροδικοί διωγμοί συνέβησαν στην Συρία και την Αίγυπτο. Όμως, ήδη στις αρχές του 4ου αι. οι Χριστιανοί ήταν 50% και παραπάνω στην Μικρά Ασία, ενώ στην Αίγυπτο και τη Συρία ο Χριστιανισμός ήταν πλειοψηφία μεγαλύτερη απ αυτήν που ήταν στην Μ. Ασία. Συνεπώς, ναι μεν έγιναν καταστροφές ναών, περιστασιακές στην Αίγυπτο ή την Μ. Ανατολή, ωστόσο αυτές έγιναν δεκατίες μετά την ύπαρξη χριστιανικής πλειοψηφίας εκεί (η συντριπτκή πλειοψηφία τους έγινε μετά τον 380 μ.Χ.). Άρα, εκεί όπου έγιναν διώξεις, δεν ήταν αυτές η αιτία που πλειοψηφούσε ο Χριστιανισμός, ενώ όπου δεν έγιναν διώξεις, ο Χριστιανισμός έγινε με αργότερο μεν ρυθμό, αλλά σύντομα (αφού σε όλη την Αυτοκρατορία ήταν πλειοψηφία το 350) η πλειοψηφία.
Ορισμένοι αρχαιολάτρες, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο κακόπιστοι, ισχυρίζονται ένα ψεύδος. Ότι ώς έναν αιώνα πριν τον Μέγα Κωνσταντίνο (ή ώς και την εποχή του) η πλειοψηφία των Χριστιανών ήταν Εβραίοι και όχι Έλληνες. Ισχυρίζονται δε αυτό, για να αποδείξουν δήθεν ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε δια της βίας. Απατώνται, αν νομίζουν ότι πείθουν κανέναν με τέτοιους ισχυρισμούς. «Ποια ήταν η εθνικότητα των προβυζαντινών χριστιανών μαρτύρων; Δεν διαθέτουμε κάποια ειδική διατριβή πάνω στα μαρτυρολόγια, αλλά μάλλον μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η πλειονότητά τους ήταν Έλληνες (Έλληνες βεβαίως με κριτήριο την παιδεία). Εβραίοι πάντως δεν ήταν οι προβυζαντινοί χριστιανοί. Γνωρίζουμε ήδη από τις Πράξεις των Αποστόλων, ότι αυτοί που δημιουργούσαν προβλήματα στο έργο του Παύλου, ήταν μονίμως οι ιουδαίοι συμπατριώτες του. Ώσπου το πήρε απόφαση και έπαψε να ασχολείται μαζί τους. Στόχος του ήταν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι» (Θ. Ζιάκα, «Γιατί έγιναν οι Έλληνες Χριστιανοί;», Άρδην, τ. 28, σ. 52). Οι Ιουδαίοι που μιλούσαν την ελληνική ζητούσαν να σκοτώσουν τον απ. Παύλο (Πράξεις 9, 29). «Όταν αυτοί [=οι Ιουδαίοι] αντετάσσοντο και τον έβριζαν, ετίναξε τα ενδύματά του και τους είπε, "από τώρα θα πηγαίνω εις τους εθνικούς"» (Πράξεις, 18, 6). Από τους συνεργάτες του απ. Παύλου, μόνο τρείς ήταν εξ Εβραίων Χριστιανοί, σύμφωνα με τον ίδιο τον Παύλο (Προς Κολοσσαείς 4, 11)˙ οι υπόλοιποι ήταν πρώην Εθνικοί, Έλληνες και εξελληνισμένοι. Τα ονόματα των προσώπων που αναφέρονται στις Πράξεις και στις επιστολές των Αποστόλων ενισχύουν την άποψη ότι Έλληνες και εξελληνισμένοι ήταν οι περισσότεροι πρώτοι Χριστιανοί: Φίλιππος, Τίμων, Παρμενάς, Νικόλαος, Τιμόθεος, Σώπατρος, Αρίσταρχος, Τυχικός, Τρόφιμος, Εύτυχος, Φοίβη, Επαίνετος, Ανδρόνικος, Απελλής, Αριστόβουλος, Τρύφαινα, Ασύγκριτος, Ερμάς, Φιλόλογος, Νηρέας, Ολυμπάς, Αχαϊκός, Νυμφάς, Άρχιππος, Αρτεμάς. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει κι από τα ονόματα αγίων.
Πηγή: anti-paganistis.blogspot.gr
إرسال تعليق