pellain

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ

 

Ο Παύλος Μελάς (Μασσαλία, 29 Μαρτίου 1870 – Στάτιτσα (σημ. Μελάς), 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν Έλληνας στρατιωτικός, αξιωματικός πυροβολικού του Ελληνικού Στρατού και μακεδονομάχος.



Γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870, αλλά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τέσσερα χρόνια αργότερα. Ήταν γιος του μεγαλέμπορου Μιχαήλ Μελά, που του εμφύσησε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ήταν ένας από τους αξιωματικούς που το 1894, λίγο καιρό αφότου επέδραμαν στα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις, συνέστησαν την Εθνική Εταιρεία, μια αλυτρωτική οργάνωση, της οποίας ήταν δραστήριο μέλος. Ως μέλος της Εθνικής Εταιρείας συμμετείχε στη διοργάνωση της εισβολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλήνων ατάκτων που προκάλεσε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο οποίος έληξε με συντριπτική ήττα της Ελλάδας και βύθισε τον Μιχαήλ Μελά σε θανάσιμη θλίψη.

Ο Μελάς (καθιστός, αριστερά) εν μέσω ατάκτων της Εθνικής Εταιρείας στο Βελεμίστι της Καλαμπάκας το 1897.

Μετά την αυτοδιάλυση της Εθνικής Εταιρείας το 1900 αναμίχθηκε στις μακεδονικές υποθέσεις, πεδίο ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού, που απασχολούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας Δραγούμη. Σε συνεργασία με τον γυναικάδελφό του Ίωνα Δραγούμη στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα, ενισχύοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις με όπλα και άνδρες. Τον Μάρτιο του 1904, εν μέσω όξυνσης της εθνοθρησκευτικής διαμάχης στον απόηχο της εξέγερσης του Ίλιντεν, ήταν ένας από τέσσερεις Έλληνες αξιωματικούς που στάλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στη δυτική Μακεδονία για να πραγματοποιήσουν μια αναγνωριστική περιοδεία, η οποία κατέληξε σε αντικρουόμενα αποτελέσματα αναφορικά με τη σκοπιμότητα αποστολής ένοπλων σωμάτων από την Ελλάδα. Τον Ιούλιο επισκέφθηκε ιδιωτικά την Κοζάνη και τη Σιάτιστα και αποφάσισε να αναλάβει αντάρτικη δράση στην περιοχή. Τον Αύγουστο ορίστηκε από το νεοϊδρυθέν Μακεδονικό Κομιτάτο αρχηγός των ελληνικών ομάδων στην περιοχή Καστοριάς και Μοναστηρίου και εισήλθε για τρίτη φορά στην οθωμανοκρατούμενη τότε περιοχή της Μακεδονίας, αυτή τη φορά επικεφαλής ένοπλου σώματος με το επιχειρησιακό ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας». Με τους άνδρες του περιόδευσε σε ετερόγλωσσα χωριά της περιοχής καταδιώκοντας κομιτατζήδες της βουλγαρομακεδονικής ΕΜΕΟ, πειθαναγκάζοντας εξαρχικούς σλαβόφωνους να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο και οργανώνοντας με πόρους του Κομιτάτου ένα δίκτυο υποστηρικτικό της δράσης των ελληνικών σωμάτων. Ενώ βρισκόταν στο σλαβόφωνο χωριό Στάτιτσα ή Στάτιστα της Καστοριάς, επιδιώκοντας να συναντηθεί με την ανταρτοομάδα των Καούδη και Κύρου, το σώμα του δέχτηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του οθωμανικού στρατού, που παραπλανημένο από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο νόμιζε ότι επιτίθεται σε ομάδα της ΕΜΕΟ· ο Μελάς τραυματίστηκε από έναν πυροβολισμό και πέθανε υπό ομιχλώδεις συνθήκες. Μετά από περιπετειώδη πορεία η αποτμηθείσα κεφαλή του ενταφιάστηκε τελικά μαζί με το σώμα του στην Καστοριά, ενώ οι ακριβείς περιστάσεις του θανάτου του συσκοτίστηκαν.

Αν και η αντάρτικη δράση του Μελά στη Μακεδονία δεν είχε σημαντικά άμεσα αποτελέσματα, ο θάνατός του γνωστού μεγαλοαστού αξιωματικού ως άτακτου «κλέφτη»-ελευθερωτή συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και έστρεψε την προσοχή της στον Μακεδονικό Αγώνα, ως το θρυλικό σύμβολο του οποίου και καθιερώθηκε. Η μορφή του συνδέθηκε με την εθνικοφροσύνη των μέσων του 20ού αιώνα και αναπλάστηκε σε πεζογραφήματα κυρίως των οικείων του και στον κινηματογράφο. Στην Ελλάδα τιμάται ως ήρωας, συνδεδεμένος με την ελληνικότητα της Μακεδονίας, και το όνομά του έχει δοθεί στο χωριό της Καστοριάς όπου σκοτώθηκε και σε ένα δήμο στη Θεσσαλονίκη.

Post a Comment

أحدث أقدم