Γράφει ο καθηγητής και Ακαδημαϊκός Παναγόπουλος Αλέξιος
Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα εισέρχεται σε μία φάση έντονης θεσμικής αμφισβήτησης, η οποία δεν περιορίζεται σε επιμέρους πολιτικές αστοχίες, αλλά αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα της κανονιστικής αυτοεικόνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ερώτημα Quo vadis, Domine Europa? αναδύεται πλέον όχι ως ρητορική υπερβολή, αλλά ως υπαρξιακή πρόκληση για το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συγκροτήθηκε ως κυρίαρχο κράτος με ενιαίο δήμο, κοινή πολιτισμική ταυτότητα ή συνεκτική πολιτική βούληση. Η νομιμοποίησή της εδράστηκε πρωτίστως σε οικονομικό θεσμό και έναν θεσμικό και κανονιστικό λόγο και στην επίκληση της υπεροχής του δικαίου, της θεσμικής ακεραιότητας και της τεχνοκρατικής ορθολογικότητας έναντι των εθνικών παθογενειών. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παρουσιάστηκε ως υπόσχεση υπέρβασης της αυθαιρεσίας της πολιτικής μέσω «ανώτερων» θεσμών.
Η εικόνα αυτή διαμόρφωσε μια ισχυρή ευρωπαϊκή θεσμική περσόνα, η οποία λειτούργησε επί δεκαετίες ως μέτρο σύγκρισης και, συχνά, ως μηχανισμός επιτήρησης των εθνικών κρατών, ιδίως της περιφέρειας. Η Ευρώπη εμφανίστηκε ως ο ώριμος και ηθικά υπερέχων ρυθμιστής, ικανός να διορθώνει τις αδυναμίες των «ανώριμων» εννόμων τάξεων.
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή περσόνα δεν στηρίζεται σε υλικούς μηχανισμούς ισχύος, αλλά στο ηθικό κύρος και την αξιοπιστία των θεσμών της. Όταν οι θεσμοί αυτοί εμφανίζονται ανεπαρκείς, αδρανείς ή σιωπηλοί σε κρίσιμες δοκιμασίες του κράτους δικαίου, τότε δεν αποδομείται απλώς η λειτουργικότητά τους· τίθεται υπό αμφισβήτηση το ίδιο το κανονιστικό τους πρόταγμα.
Η κρίση αυτή αναδεικνύει μια βαθύτερη αντίφαση: η Ευρωπαϊκή Ένωση αξιώνει την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών εννόμων τάξεων, χωρίς πάντοτε να επιδεικνύει την αντίστοιχη θεσμική εγρήγορση όταν διακυβεύονται θεμελιώδεις αρχές δικαιοσύνης, λογοδοσίας και προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή αποδόμηση της ηθικής της αυθεντίας και η μετατροπή της σε έναν τεχνοκρατικό μηχανισμό μειωμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Για κράτη όπως η Ελλάδα, η εξέλιξη αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η νεοελληνική πολιτική συγκρότηση συνοδεύτηκε ιστορικά από την αναζήτηση εξωτερικών εγγυητών και προστάτιδων δυνάμεων. Ήδη από τις απαρχές του ελληνικού κράτους, ο Άμισθος Ιωάννης Καποδίστριας προειδοποιούσε, με εντυπωσιακή διορατικότητα, ότι η σωτηρία της Ελλάδος δεν μπορεί να εδράζεται στη διαρκή προσδοκία ξένης προστασίας, αλλά προϋποθέτει εσωτερική θεσμική συγκρότηση, παιδεία και ηθική πολιτική ευθύνη. Ήταν οραματιστής της έννοιας, Μέγα το της Θαλάσσης Κράτος μας.
Η μεταπολιτευτική εκδοχή αυτής της προσδοκίας μετατέθηκε προς την Ευρώπη, η οποία εκλήφθηκε ως εξωτερική άγκυρα νομιμότητας και δικαιοσύνης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίστηκε ως υποκατάστατο της εσωτερικής πολιτειακής αυτοπεποίθησης. Η αποδυνάμωση, όμως, της ευρωπαϊκής θεσμικής περσόνας καθιστά σαφές ότι η ανάθεση της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας σε υπερεθνικά σχήματα συνιστά δομική πλάνη.
Στο σημείο αυτό, ο στοχαστικός λόγος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη παραμένει επίκαιρος. Ο Παπαδιαμάντης, με τη βαθιά του καχυποψία απέναντι στον επιφανειακό εκσυγχρονισμό και τις φράγκικες «εισαγόμενες αρετές», υπογράμμιζε –κατά το πνεύμα του έργου του– ότι ένα έθνος δεν σώζεται με θεσμικά προσωπεία, αλλά με αλήθεια, ήθος και εσωτερική συνείδηση ευθύνης. Η δικαιοσύνη, για τον Παπαδιαμάντη, δεν είναι ζήτημα μορφής, αλλά ηθικής και ουσίας.
Η απομυθοποίηση της ευρωπαϊκής ανωτερότητας δεν συνιστά απόρριψη της ευρωπαϊκής ιδέας. Συνιστά, αντιθέτως, προϋπόθεση πολιτικής ωρίμανσης. Όταν η Ευρώπη παύει να εμφανίζεται ως αλάθητος υπερθεσμός, καθίσταται σαφές ότι οι λαοί δεν μπορούν να αναθέτουν τη δημοκρατική τους ευθύνη «άνωθεν». Όπως υπαινίσσεται η καποδιστριακή παρακαταθήκη, η ανεξαρτησία δεν είναι μόνο νομική κατάσταση, αλλά διαρκές καθήκον αυτοθέσμισης, ενός Άμισθου κυβερνήτη.
Το ερώτημα Quo vadis, Domine Europa? αφορά, τελικώς, τόσο την κατεύθυνση της Ένωσης όσο και τη σχέση της με τους λαούς της. Μια Ευρώπη χωρίς ηθική αυθεντία κινδυνεύει να καταστεί ένα κενό θεσμικό σχήμα. Μια Ευρώπη που αποδέχεται την κριτική, τη λογοδοσία και τον δημοκρατικό έλεγχο μπορεί να επαναθεμελιώσει το κανονιστικό της νόημα.
Για την Ελλάδα, η συγκυρία αυτή μπορεί να αποτελέσει αφετηρία αναγέννησης της πολιτικής αυτοσυνείδησης: την υπέρβαση του συμπλέγματος εξάρτησης, την ανάληψη θεσμικής ευθύνης και την εμπέδωση της πεποίθησης ότι η δικαιοσύνη δεν εισάγεται, αλλά οικοδομείται στο αρχαιοελληνικό δίκαιο. Όπως θα υπενθύμιζε και ο Παπαδιαμάντης, η αλήθεια και η ηθική δεν χαρίζεται· βιώνεται και διεκδικείται.
Η αρχαιοελληνική άμεση δημοκρατία, εν τέλει, δεν θεμελιώνεται στην ανάθεση, αλλά στη συνειδητή, επίμονη, ηθική και συλλογική ευθύνη των ίδιων των λαών.
Παναγόπουλος Αλέξιος -
Ακαδημαϊκός τριών Ξένων Ακαδημιών τών Επιστημών της Τάξης των Νομικών Πολιτικών Επιστημών, δρ. Να/Πολιτικών Επιστημών, δρ. Βιοηθικής, δρ. Θεολογίας, με Postdocs και Δίπλωμα Υφηγεσίας, Καθηγητής Ξένων Παν/μιων και Συγγραφέας.
.png)
إرسال تعليق